ροδάνι

ροδάνι
το
-ιού
1. εργαλείο με το οποίο το νήμα της ανέμης τυλίγεται στα μασούρια.
2. φρ., «Η γλώσσα της πάει ροδάνι», η γυναίκα αυτή είναι πολύ φλύαρη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ροδάνι — το, Ν 1. εργαλείο με το οποίο τυλίγεται το νήμα τής ανέμης στα μασούρια 2. φρ. «η γλώσσα της πάει ροδάνι» είναι πάρα πολύ φλύαρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥοδάνη «στριμμένη κλωστή, υφάδι», με αλλαγή γένους, κατά τα καλάμι, μασούρι] …   Dictionary of Greek

  • ανέμη — Σύνεργο της λαϊκής κλωστικής. Σε μερικές περιοχές της Ελλάδας λέγεται και ανεμοδούρα. Αποτελείται από έναν ξύλινο στύλο στηριγμένο σε βάθρο και ξύλινα πλαίσια εξαρτημένα με σταυροειδή διάταξη γύρω από αυτόν. Τα πλαίσια αυτά σχηματίζουν ένα είδος… …   Dictionary of Greek

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek

  • μάγγανο — και μάγκανο και μαγγάνι, το και μάγγανος, ο, και μαγγάνη, η (AM μάγγανον) 1. βαρούλκο, γερανός 2. (στο Βυζάντιο) α) ονομασία διαφόρων πολεμικών μηχανών οι οποίες είχαν ως κοινό χαρακτηριστικό στοιχείο τον τροχό β) η αφετηρία στον ιππόδρομο κατά… …   Dictionary of Greek

  • ροδάνισμα — το, Ν [ροδανίζω] το να τυλίγει κανείς νήμα στα μασούρια με το ροδάνι …   Dictionary of Greek

  • ροδανίζω — ῥοδανίζω, ΝΜΑ, και ῥαδανίζω, αιολ. τ. βραδανίζω Α [ῥοδανός / ῥαδανός] νεοελλ. τυλίγω με το ροδάνι νήμα στα μασούρια τής ανέμης μσν. αρχ. (κατά το Σχόλ. Β. Ομ. Ιλ.) «τὸ συνεχῶς τὴν κρόκην τινάσσειν» …   Dictionary of Greek

  • ροδανιστήριον — τὸ, Α το ροδάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥοδανίζω + επίθημα τήριον (πρβλ. βασανισ τήριον)] …   Dictionary of Greek

  • σβίγα — η, Ν 1. ροδάνι, μαγγάνι 2. εξέλικτρο δρομομέτρου 3. στροφείο σχοινοπλόκου …   Dictionary of Greek

  • Σούμπερτ, Φραντς — (Schubert). Αυστριακός συνθέτης (Λίχτενταλ, Βιέννη 1797 Βιέννη 1828). Αφού πήρε μέσα στο σπίτι του την πρώτη μουσική μόρφωση, συνέχισε έπειτα στην εκκλησία της ενορίας του, όπου μελέτησε τραγούδι και εκκλησιαστικό όργανο και το 1808 έγινε μέλος… …   Dictionary of Greek

  • rodan — RODÁN, rodane, s.n. (reg.) Unealtă casnică cu care se deapănă firele textile de pe scul pe ţevi sau pe mosoare; sucală. – Din ngr. rodháni. Trimis de baron, 13.09.2007. Sursa: DEX 98  RODÁN s. v. sucală. Trimis de siveco, 13.09.2007. Sursa:… …   Dicționar Român

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”