ροδάνι — το, Ν 1. εργαλείο με το οποίο τυλίγεται το νήμα τής ανέμης στα μασούρια 2. φρ. «η γλώσσα της πάει ροδάνι» είναι πάρα πολύ φλύαρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥοδάνη «στριμμένη κλωστή, υφάδι», με αλλαγή γένους, κατά τα καλάμι, μασούρι] … Dictionary of Greek
ανέμη — Σύνεργο της λαϊκής κλωστικής. Σε μερικές περιοχές της Ελλάδας λέγεται και ανεμοδούρα. Αποτελείται από έναν ξύλινο στύλο στηριγμένο σε βάθρο και ξύλινα πλαίσια εξαρτημένα με σταυροειδή διάταξη γύρω από αυτόν. Τα πλαίσια αυτά σχηματίζουν ένα είδος… … Dictionary of Greek
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek
μάγγανο — και μάγκανο και μαγγάνι, το και μάγγανος, ο, και μαγγάνη, η (AM μάγγανον) 1. βαρούλκο, γερανός 2. (στο Βυζάντιο) α) ονομασία διαφόρων πολεμικών μηχανών οι οποίες είχαν ως κοινό χαρακτηριστικό στοιχείο τον τροχό β) η αφετηρία στον ιππόδρομο κατά… … Dictionary of Greek
ροδάνισμα — το, Ν [ροδανίζω] το να τυλίγει κανείς νήμα στα μασούρια με το ροδάνι … Dictionary of Greek
ροδανίζω — ῥοδανίζω, ΝΜΑ, και ῥαδανίζω, αιολ. τ. βραδανίζω Α [ῥοδανός / ῥαδανός] νεοελλ. τυλίγω με το ροδάνι νήμα στα μασούρια τής ανέμης μσν. αρχ. (κατά το Σχόλ. Β. Ομ. Ιλ.) «τὸ συνεχῶς τὴν κρόκην τινάσσειν» … Dictionary of Greek
ροδανιστήριον — τὸ, Α το ροδάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥοδανίζω + επίθημα τήριον (πρβλ. βασανισ τήριον)] … Dictionary of Greek
σβίγα — η, Ν 1. ροδάνι, μαγγάνι 2. εξέλικτρο δρομομέτρου 3. στροφείο σχοινοπλόκου … Dictionary of Greek
Σούμπερτ, Φραντς — (Schubert). Αυστριακός συνθέτης (Λίχτενταλ, Βιέννη 1797 Βιέννη 1828). Αφού πήρε μέσα στο σπίτι του την πρώτη μουσική μόρφωση, συνέχισε έπειτα στην εκκλησία της ενορίας του, όπου μελέτησε τραγούδι και εκκλησιαστικό όργανο και το 1808 έγινε μέλος… … Dictionary of Greek
rodan — RODÁN, rodane, s.n. (reg.) Unealtă casnică cu care se deapănă firele textile de pe scul pe ţevi sau pe mosoare; sucală. – Din ngr. rodháni. Trimis de baron, 13.09.2007. Sursa: DEX 98 RODÁN s. v. sucală. Trimis de siveco, 13.09.2007. Sursa:… … Dicționar Român